γιούκα

γιούκα
Γένος μονοκοτυλήδονων δενδρωδών φυτών της οικογένειας των λειριιδών. Είναι ιθαγενή δέντρα, κυρίως του Μεξικού και των θερμών περιοχών της Βόρειας Αμερικής. Ο κορμός τους δεν έχει διακλαδώσεις ή παίρνει προς τα πάνω τη μορφή ακατάστατης τούφας. Τα φύλλα τους είναι σπαθοειδή, σκληρά και αειθαλή, τοποθετημένα το ένα πάνω από το άλλο στην άκρη των βλαστών σε πυκνές τούφες, με τα κεντρικά ανερχόμενα όρθια και τα πλάγια να κάμπτονται προς τα έξω και κάτω. Τελείως επάκριες είναι οι ανθοταξίες (φόβες). Τα άνθη τους, με έξι λευκά σέπαλα, είναι συνήθως κωδωνοειδή, ενώ οι καρποί τους είναι ράγες. Από τις πιο αξιόλογες ποικιλίες είναι η γ. η αλοήφυλλος της Βόρειας Αμερικής, με γλυκύτατες εδώδιμες ράγες, φιλντισένια και εξωτερικώς ροδόχροα άνθη, και οδοντωτά φύλλα, που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία χάρτου· η γ. η στενόφυλλος του Κολοράντο· η γ. η νηματώδης που φύεται στη Φλόριντα και στο Μεξικό, θαμνώδης με σκληρά φύλλα, λευκά χείλη και πρασινωπά άνθη· η γ. η ένδοξη της Βόρειας Αμερικής, με κυλινδρικό κοντό κορμό και λευκά κηρώδη άνθη, υπόξανθα εξωτερικώς, όπως υπόξανθα είναι και τα χείλη των φύλλων της. Οι γ. αυτές, καθώς και πολλά άλλα είδη (γ. η φουμίφερα, γ. η ρωμαλέα κ.ά.), καλλιεργούνται στους τόπους της καταγωγής τους, ως κλωστικά φυτά: από τα φύλλα τους εξάγεται μία ίνα που χρησιμοποιείται σε πολύ ισχυρά σχοινιά. Αρκετές γ. καλλιεργούνται στην Ευρώπη, ως καλλωπιστικά φυτά και κυρίως για τη μεγαλοπρεπή τους ανθοταξία. Πολυάριθμες και αξιόλογες είναι οι ποικιλίες που προέρχονται από τη γ. την ένδοξη. Εξάλλου, σύμφωνα με λαογραφικές παραδόσεις, η γ. θεωρείται σε ορισμένες περιοχές δέντρο της ευτυχίας. Γιούκα η ένδοξη, δενδρώδες φυτό, ιθαγενές των τροπικών. Στην Ευρώπη καλλιεργείται κατά μήκος των ακτών της Μεσογείου (φωτ. Tomsich).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μανιόκα — η βοτ. μια από τις κοινές ονομασίες τού ποώδους φυτού Manihot esculenta, τού γένους μανιχότη, τής οικογένειας ευφορβιίδες, τού οποίου οι κονδυλώδεις ρίζες αποτελούν βασικό είδος διατροφής σε πολλά μέρης τής Αφρικής, τής Ινδίας και τής Νότιας… …   Dictionary of Greek

  • σανσεβιέρια — Γένος φυτών της οικογένειας των Λειριιδών ή Λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα), που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, όλα τροπικά (Αφρική, Ινδία). Τα φυτά αυτά διακρίνονται ιδιαίτερα για τα κομψά, σκληρά, όρθια φύλλα τους, με τις ωραίες λευκές ή κίτρινες… …   Dictionary of Greek

  • Γκαλαπάγκος — (Galapagos). Αρχιπέλαγος (7.812 τ. χλμ., 18.900 κάτ. το 2002) του Ειρηνικού ωκεανού. Αποτελείται από 15 μεγάλα και πολυάριθμα μικρότερα νησιά, που περιλαμβάνονται στις επαρχίες του Ισημερινού και απέχουν από τις ακτές του περίπου 900 χλμ. Από το… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”